- ἐρωῶ
- ἐρωέωrushpres subj act 1st sg (attic epic doric)ἐρωέωrushpres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ερωώ — ἐρωῶ, έω (Α) 1. ρέω, χύνομαι ορμητικά, αναβλύζω («αἷμα κελαινὸν ἐρωήσει περὶ δουρί», Ομ. Οδ.) 2. υποχωρώ μπροστά σε κάτι, αποσύρομαι, ενδίδω («ἐρωῆσαι πολέμοιο») 3. εγκαταλείπω, αφήνω 4. αποτρέπω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρ. συγγενές αλλ’ όχι παράγωγο τού ερωή* … Dictionary of Greek
ἐρώω — ἔραμαι love pres imperat mp 2nd sg (epic) ἐράω 1 love pres subj act 1st sg (epic) ἐράω 1 love pres ind act 1st sg (epic) ἐράω 2 pour forth pres subj act 1st sg (epic) ἐράω 2 pour forth pres ind act 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξερωώ — ἐξερωῶ, έω (Α) [ερωώ] (για άλογο που έχει φοβηθεί ή αφηνιάσει) βγαίνω από τον δρόμο … Dictionary of Greek
υπερωέω — Α τραβιέμαι πίσω, αποσύρομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐρωῶ, έω «ρέω, αναβλύζω, υποχωρώ, αποσύρομαι, εγκαταλείπω»] … Dictionary of Greek